αβαντζάρω

αβαντζάρω
και -αίρνω
(Ι) (μτβ.)
1. προκαταβάλλω
2. προσφέρω περισσότερα, πλειοδοτώ
3. αυξάνω
4. αυξάνω την τιμή, υπερτιμώ
5. είμαι ανώτερος από κάποιον, υπερβάλλω, υπερτερώ
6. οφείλω ή μού οφείλουν υπόλοιπο χρέους
(II) (αμτβ.)
1. προχωρώ
2. προοδεύω, προκόβω
3. περισσεύω, πλεονάζω
4. μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, υπολείπομαι, μένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. avanzare (= προχωρώ).
ΠΑΡ. αβαντζάρισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αβαντζάρισμα — το [αβαντζάρω] 1. πλειοδοσία 2. καθαρό κέρδος 3. πλεόνασμα, περίσσευμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”